- ενοπτριζομαι
- ἐνοπτρίζομαιἐν-οπτρίζομαιглядеться в зеркало Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐνοπτρίζομαι — ἐνοπτρίζω reflect pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω … Dictionary of Greek